- συνασμενίζω
- Α1. ευφραίνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον2. νιώθω την ίδια ευχαρίστηση όπως και κάποιος άλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀσμενίζω «δίνω ευχαρίστηση, μένω ευχαριστημένος» (< ἄσμενος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνασμένιζε — συνασμενίζω rejoice pres imperat act 2nd sg συνασμενίζω rejoice imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνασμενίζειν — συνασμενίζω rejoice pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνασμενισμός — ὁ, Α [συνασμενίζω] η ενέργεια ή και το αποτέλεσμα τού συνασμενίζω* … Dictionary of Greek